zarpar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /θarˈpaɾ/ (στην Ισπανία) ή /sarˈpar/ (σε πολλές λατινοαμερικανικές χώρες).
Η λέξη zarpar χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία ενός πλοίου που αναχωρεί ή πλέει μακριά από λιμάνι. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στον ναυτικό τομέα και σηματοδοτεί την αρχή ενός ταξιδιού ή μιας ναυτικής αποστολής. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την τάση να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε γραπτά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ναυτική δραστηριότητα.
El barco va a zarpar a las seis de la tarde.
(Το πλοίο θα αποπλεύσει στις έξι το απόγευμα.)
Es importante verificar el clima antes de zarpar.
(Είναι σημαντικό να ελέγξουμε τον καιρό πριν από την αναχώρηση.)
Η λέξη zarpar δεν χρησιμοποιείται συχνά σε χρήσιμες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να αποδώσει έννοιες που σχετίζονται με την αναχώρηση ή την εκκίνηση.
Zarpar hacia lo desconocido es un verdadero desafío.
(Να αποπλεύσεις προς το άγνωστο είναι μια πραγματική πρόκληση.)
Después de meses de preparación, finalmente pudimos zarpar con nuestro proyecto.
(Μετά από μήνες προετοιμασίας, καταφέραμε επιτέλους να σαλπάρουμε το πρόγραμμά μας.)
Cuando zarpa el sol, la vida comienza de nuevo.
(Όταν σαλπάρει ο ήλιος, η ζωή αρχίζει ξανά.)
Η λέξη zarpar προέρχεται από το λατινικό sarpere, που σημαίνει "να τραβήξει" ή "να τεντώσει", και κατά πάσα πιθανότητα έχει διαμορφωθεί για να περιγράψει την κίνηση πλοίων που απομακρύνονται από τις αποβάθρες.
Συνώνυμα: - Salpar (σαλπάρω) - Departar (αναχωρώ)
Αντώνυμα: - Atracar (να προσεγγίσει ή να δέσει πλοίο) - Llegar (να φτάσει)