Zoco είναι ουσιαστικό.
[ˈθoko] (στην Ισπανία) / [ˈsoko] (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη zoco αναφέρεται παραδοσιακά σε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι πωλούν και αγοράζουν διάφορα προϊόντα, παρόμοιο με ένα παζάρι ή μια αγορά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε χώρες της Ισπανίας και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως η Κολομβία και το Πουέρτο Ρίκο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με μεγαλύτερη εμφάνιση στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συνομιλίες που σχετίζονται με την κατανάλωση ή την αγορά ειδών.
"Πηγαίνω στο παζάρι να αγοράσω φρέσκα φρούτα."
"En el zoco de la ciudad, hay muchas cosas interesantes."
"Στο παζάρι της πόλης, υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα."
"El zoco es conocido por sus artesanías únicas."
Η λέξη zoco δεν είναι ιδιαίτερα χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμπλακεί σε εκφράσεις που σχετίζονται με την αγορά και τις εμπορικές δραστηριότητες:
"Να είσαι στο παζάρι." (Σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση που έχει αναστάτωση ή πολλές δραστηριότητες.)
"Hacer un buen zoco."
"Να κάνεις ένα καλό παζάρι." (Σημαίνει να πετύχεις μια καλή συμφωνία στην αγορά.)
"Zoco de ideas."
Η λέξη zoco προέρχεται από την αραβική λέξη "سوق" (sūq), που σημαίνει αγορά ή παζάρι. Η χρήση της αναφέρεται σε αρχαίους εμπορικούς χώρους που λειτουργούσαν στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
Συνώνυμα: - Mercado (αγορά) - Bazar (παζάρι)
Αντώνυμα: - Desierto (έρημος) - Vacío (κενό)