Zoquete είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /θoˈkete/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /zoˈkete/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη zoquete χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που θεωρείται ανόητο ή αδέξιο, κάποιος που δεν κατανοεί εύκολα ή δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε ανεπίσημο ή κομψό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με επικέντρωση σε καθημερινές συνομιλίες.
No seas zoquete, entiende lo que te estoy diciendo.
Μην είσαι ανόητος, κατάλαβε τι σου λέω.
Él siempre actúa como un zoquete en las reuniones.
Αυτός πάντα συμπεριφέρεται σαν βλάκας στις συναντήσεις.
Mis amigos se ríen de mí porque a veces soy un poco zoquete.
Οι φίλοι μου γελάνε μαζί μου γιατί μερικές φορές είμαι λίγο ανόητος.
Η λέξη zoquete μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Eres un zoquete en matemáticas.
Είσαι ανόητος στα μαθηματικά.
No me digas eso, no quiero parecer un zoquete.
Μη μου το λες αυτό, δεν θέλω να φαίνομαι ηλίθιος.
Siempre hay uno en el grupo que es un zoquete.
Πάντα υπάρχει ένας στην ομάδα που είναι ανόητος.
¡Qué zoquete! No se da cuenta de lo obvio.
Τι ανόητος! Δεν καταλαβαίνει το προφανές.
A veces, ser zoquete tiene sus ventajas porque no te preocupas por nada.
Μερικές φορές, το να είσαι ανόητος έχει τα πλεονεκτήματά του επειδή δεν ανησυχείς για τίποτα.
Η λέξη zoquete προέρχεται από το ισπανικό ρήμα zocar, που σημαίνει "χτυπώ" ή "κτυπώ", αναφερόμενη στην αδέξια ή στο χτύπημα με βλακώδη τρόπο. Υπάρχει μια σχετική σύνδεση με την έννοια της αταξίας και της προσωπικής έλλειψης νοημοσύνης.
Συνώνυμα: - Tonto - Bobo - Idiota
Αντώνυμα: - Inteligente - Astuto - Sabio