Το "zueco" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [ˈθwe.ko] (στην ισπανική προφορά στη Μαδρίτη) ή [ˈswe.ko] (στην ισπανική προφορά σε άλλες περιοχές όπως η Λατινική Αμερική).
Η λέξη "zueco" αναφέρεται σε ένα είδος παπουτσιού με χοντρή σόλα, συχνά κατασκευασμένο από ξύλο, που φορά συνήθως στο σπίτι ή για εργασία σε εξωτερικούς χώρους. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στην Ισπανία, αλλά μπορεί επίσης να βρείτε το όρο στην Κολομβία για να περιγράψετε παρόμοιες ή απλές μορφές υποδημάτων. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
Αγόρασα ένα νέο ξυλοπάπουτσο για τη δουλειά.
Es muy cómodo usar zuecos en casa.
Είναι πολύ άνετο να φοράς ξυλοπάπουτσες στο σπίτι.
Los zuecos de madera son tradicionales en algunas regiones.
Παρόλο που οι συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "zueco" δεν είναι ιδιαίτερα κοινές, μπορούμε να σχηματίσουμε κάποιες φράσεις:
"Él siempre pisa en zuecos cuando tiene que hablar en público."
Hablar como un zueco – (Μιλάω όπως ένα ξυλοπάπουτσο).
"No seas un zueco y piensa antes de hablar."
Zuecos a la moda – (Ξυλοπάπουτσα στη μόδα).
Η λέξη "zueco" προέρχεται από το λατινικό "suecus", που σημαίνει "σουηδός", και αρχικά αναφερόταν σε παπούτσια που φορούσαν οι Σουηδοί. Στη γλώσσα της Άννας στην Ισπανία, η προφορά και η χρήση του όρου έχουν μεταβληθεί.
Συνώνυμα: - Sabot (παρόμοιο είδος υποδήματος) - Chinela (κούφια παντόφλα)
Αντώνυμα: - Zapato (παπούτσι γενικά) - Bota (μπότα)