zueco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

zueco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "zueco" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): [ˈθwe.ko] (στην ισπανική προφορά στη Μαδρίτη) ή [ˈswe.ko] (στην ισπανική προφορά σε άλλες περιοχές όπως η Λατινική Αμερική).

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "zueco" αναφέρεται σε ένα είδος παπουτσιού με χοντρή σόλα, συχνά κατασκευασμένο από ξύλο, που φορά συνήθως στο σπίτι ή για εργασία σε εξωτερικούς χώρους. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στην Ισπανία, αλλά μπορεί επίσης να βρείτε το όρο στην Κολομβία για να περιγράψετε παρόμοιες ή απλές μορφές υποδημάτων. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Me compré un zueco nuevo para el trabajo.
  2. Αγόρασα ένα νέο ξυλοπάπουτσο για τη δουλειά.

  3. Es muy cómodo usar zuecos en casa.

  4. Είναι πολύ άνετο να φοράς ξυλοπάπουτσες στο σπίτι.

  5. Los zuecos de madera son tradicionales en algunas regiones.

  6. Τα ξύλινα ξυλοπάπουτσα είναι παραδοσιακά σε ορισμένες περιοχές.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Παρόλο που οι συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "zueco" δεν είναι ιδιαίτερα κοινές, μπορούμε να σχηματίσουμε κάποιες φράσεις:

  1. Pisar en zuecos – (Περπατώ με ξυλοπάπουτσα).
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αμηχανίας.
  3. "Él siempre pisa en zuecos cuando tiene que hablar en público."

    • "Αυτός πάντα περπατά με ξυλοπάπουτσα όταν πρέπει να μιλήσει δημόσια."
  4. Hablar como un zueco – (Μιλάω όπως ένα ξυλοπάπουτσο).

  5. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποια που μιλάει χωρίς να σκεφτεί.
  6. "No seas un zueco y piensa antes de hablar."

    • "Μην είσαι ξυλοπάπουτσος και σκέψου πριν μιλήσεις."
  7. Zuecos a la moda – (Ξυλοπάπουτσα στη μόδα).

  8. Αναφέρεται σε καινούρια ή trendy σχέδια ξυλοπάπουτσων.
  9. "El diseño de estos zuecos a la moda atrae a muchos jóvenes."
    • "Ο σχεδιασμός αυτών των ξυλοπάπουτσων στη μόδα προσελκύει πολλούς νέους."

Ετυμολογία

Η λέξη "zueco" προέρχεται από το λατινικό "suecus", που σημαίνει "σουηδός", και αρχικά αναφερόταν σε παπούτσια που φορούσαν οι Σουηδοί. Στη γλώσσα της Άννας στην Ισπανία, η προφορά και η χρήση του όρου έχουν μεταβληθεί.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sabot (παρόμοιο είδος υποδήματος) - Chinela (κούφια παντόφλα)

Αντώνυμα: - Zapato (παπούτσι γενικά) - Bota (μπότα)



23-07-2024