Zumbido είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/zumˈbiðo/
Η λέξη zumbido αναφέρεται σε έναν συνεχόμενο, ενοχλητικό ή χαλαρωτικό ήχο, όπως το βουητό που προκαλείται από έντομα (π.χ. μέλισσες ή κουνούπια) ή άλλες πηγές ήχου. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως στον καθημερινό προφορικό λόγο και μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτές περιπτώσεις.
El zumbido de las abejas era muy fuerte en el jardín.
(Ο θόρυβος από τις μέλισσες ήταν πολύ δυνατός στον κήπο.)
No puedo concentrarme con el zumbido del aire acondicionado.
(Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ με το βουητό του κλιματιστικού.)
Me despertó un zumbido extraño por la noche.
(Με ξύπνησε ένας περίεργος θόρυβος τη νύχτα.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη zumbido μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Example: Después del concierto, tenía un zumbido en los oídos.
(Μετά την συναυλία, είχα βουητό στα αυτιά μου.)
Example: No aguanto el zumbido del mosquito en la habitación.
(Δεν αντέχω το βουητό του κουνουπιού στο δωμάτιο.)
Example: Voy a dar el zumbido a todos para la reunión.
(Θα δώσω τον θόρυβο σε όλους για τη συνάντηση.)
Η λέξη zumbido προέρχεται από το ρήμα zumbar, που σημαίνει «βουίζω» ή «σφυρίζω». Η ρίζα της θα μπορούσε να ανιχνευθεί στη λατινική λέξη bombare, που σημαίνει «κρότος» ή «βόμβος».
Συνώνυμα: - Buzón - Murmullo
Αντώνυμα: - Silencio (σιωπή) - Quietud (ηρεμία)