Zurdo είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈsuɾðo/
Η λέξη zurdo χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι αριστερόχειρας, δηλαδή ότι προτιμά να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι για καθημερινές δραστηριότητες όπως το γράψιμο, το φαγητό κ.λπ. Χρησιμοποιείται επίσης στην κυριολεκτική έννοια για τον προσδιορισμό της αριστερής πλευράς σε διάφορες καταστάσεις. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτές πηγές.
Αυτός είναι αριστερόχειρας και γράφει με το αριστερό χέρι.
Me gusta usar la computadora con la mano zurda.
Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τον υπολογιστή με το αριστερό χέρι.
Los guitarristas zurdos tienen que usar guitarras especiales.
Η λέξη zurdo συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε πολιτισμικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα που αφορούν την αριστερή πλευρά. Ακολουθούν ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι αριστερόχειρας σαν μια κατσίκα. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ενοχλητικός ή ακατάπαυστα δραστήριος.)
En el mundo de los zurdos, la creatividad no tiene límites.
Στον κόσμο των αριστερόχειρων, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια.
Tener un punto de vista zurdo.
Να έχεις μια αριστερή άποψη. (Σημαίνει να έχεις μη συμβατική ή επαναστατική οπτική.)
Los zurdos suelen ser más creativos.
Οι αριστερόχειρες συνήθως είναι πιο δημιουργικοί.
La música para zurdos es diferente.
Η λέξη zurdo προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό zurdo, που είχε την ίδια σημασία και αναφέρεται στην αριστερή πλευρά.
Συνώνυμα: - Aizquierdo (αριστερός)
Αντώνυμα: - Diestro (δεξιός)