Ρήμα
/zurˈraɾ/
Η λέξη "zurrar" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σημαίνει να χτυπάει κάποιος ένα άτομο ή ένα αντικείμενο, συχνά με σφοδρότητα. Χρησιμοποιείται γενικά σε φιλικές ή χαλαρές συζητήσεις, αλλά μπορεί να έχει και χιουμοριστική ή δραματική χροιά, ανάλογα με το πλαίσιο.
Αυτή η λέξη δεν είναι πολύ συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο δημοφιλής σε συζητήσεις και διάλογους, προσφέροντας μια αίσθηση της εκφραστικότητας του ομιλητή.
El niño se cayó y su hermano lo empezó a zurrar.
(Το παιδί έπεσε και ο αδελφός του άρχισε να το χτυπάει.)
El castigo era zurrar al que no obedecía las reglas.
(Η τιμωρία ήταν να χτυπήσουν εκείνον που δεν υπάκουε στους κανόνες.)
A veces, en un juego, los amigos comienzan a zurrarse entre ellos.
(Κάποιες φορές, σε ένα παιχνίδι, οι φίλοι αρχίζουν να χτυπάνε ο ένας τον άλλο.)
Η λέξη "zurrar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως για να δηλώσει σφοδρή δράση ή τιμωρία:
Vamos a zurrar a este problema hasta que desaparezca.
(Θα χτυπήσουμε αυτό το πρόβλημα μέχρι να εξαφανιστεί.)
No te preocupes, solo fue un zurrón amistoso.
(Μην ανησυχείς, ήταν μόνο ένα φιλικό χτύπημα.)
En la pelea, zurraron sin piedad.
(Κατά τη διάρκεια της μάχης, χτύπησαν αλύπητα.)
Si sigues así, voy a zurrarte un par de veces.
(Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε χτυπήσω μερικές φορές.)
Η λέξη "zurrar" προέρχεται από το ισπανικό "zurro", που σημαίνει "χτύπημα" ή "χτύπημα με δύναμη". Στο πέρασμα του χρόνου, η λέξη έχει αποκτήσει τη σημασία της σφοδρής δράσης.
Συνώνυμα: - Golpear (να χτυπήσει) - Pegar (να χτυπήσει)
Αντώνυμα: - Acariciar (να χαϊδέψει) - Mimar (να φροντίσει με αγάπη)