ócio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ócio (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική απαλφαβητική σημείωση

/'ɔ.ʃju/

Σημασίες

Η λέξη "ócio" στα πορτογαλικά μπορεί να έχει τις εξής σημασίες: 1. Ελεύθερος χρόνος, ελεύθερο χρονικά διάστημα που χρησιμοποιείται για χαλάρωση ή ψυχαγωγία. 2. Αδράνεια, απραξία, αργία, λανθασμένη χρήση του χρόνου.

Η λέξη "ócio" χρησιμοποιείται τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική έκφραση στα πορτογαλικά, αλλά είναι πιθανότατα πιο συχνά σε γραπτή μορφή, καθώς συνήθως αναφέρεται στον έννομο της αργίας ή της χαλάρωσης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "ócio" δεν συμπεριλαμβάνεται σε συχνές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά.

Παραδείγματα

  1. Ele gosta de passar o dia no ócio. (Του αρέσει να περνά τη μέρα στον ελεύθερό του χρόνο.)
  2. Muitos associam o ócio com preguiça. (Πολοί συνδέουν τον ελεύθερό τους χρόνο με την αργία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "ócio" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "otiosus", που σημαίνει "ανενεργός" ή "αχρείαστος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: αδράνεια, απραξία, αργολογία, μάταιον, αχρεία;

Αντώνυμα: εργασία, δραστηριότητα, παρόν;


Εάν θέλετε να μάθετε κάτι άλλο ή έχετε κι άλλες ερωτήσεις, μην διστάσετε να ρωτήσετε!