Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή στα Πορτογαλικά: /a.ˈʃaɾ/
Σημασίες:
1. Να βρίσκω, να ανακαλύπτω κάτι
2. Να νομίζω, να εκτιμώ
Συχνότητα και Χρήση:
Το "achar" χρησιμοποιείται συχνά στα πορτογαλικά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι ένα από τα βασικά ρήματα που χρησιμοποιούν οι φορείς της γλώσσας για την έκφραση της εύρεσης ή της γνώμης τους.
Χρονικοί Χρόνοι (εφόσον είναι ρήμα): - Εξακολουθητικός Παροντικός: achando - Συντελεσμένος Παροντικός: tenho achado - Αόριστος: achei - Μέλλοντας: acharei - Αόριστος Απαρέμφατος: achar - Παρατατικός: achava - Αύξηση: acharei - Υποτακτική: ache
Παράδειγμα: 1. Eu acho que ele está certo. (Νομίζω ότι έχει δίκιο.) 2. Onde você acha os melhores restaurantes em Lisboa? (Πού βρίσκεις τα καλύτερα εστιατόρια στη Λισαβόνα;)
Ιδιωματικές Εκφράσεις:
Το "achar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Παρακάτω υπάρχουν μερικές από αυτές:
Não acho graça em piadas de mau gosto. (Δεν βρίσκω πλάκα σε αστεία χωρίς γούστο.)
Achar que: Να νομίζω, να πιστεύω
Achava que ela viria, mas não apareceu. (Νόμιζα ότι θα έρθει, αλλά δεν εμφανίστηκε.)
Achar por bem: Να θεωρώ σκόπιμο
Ετυμολογία:
Το ρήμα "achar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ad captare" που σημαίνει "να κερδίζω".
Συνώνυμα και Αντώνυμα:
Συνώνυμα: βρίσκω, εκτιμώ, νομίζω
Αντώνυμα: perder (χάνω), desencontrar (χάνω τον δρόμο), discordar (διαφωνώ)