achar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

achar (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή στα Πορτογαλικά: /a.ˈʃaɾ/

Σημασίες:
1. Να βρίσκω, να ανακαλύπτω κάτι
2. Να νομίζω, να εκτιμώ

Συχνότητα και Χρήση:
Το "achar" χρησιμοποιείται συχνά στα πορτογαλικά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι ένα από τα βασικά ρήματα που χρησιμοποιούν οι φορείς της γλώσσας για την έκφραση της εύρεσης ή της γνώμης τους.

Χρονικοί Χρόνοι (εφόσον είναι ρήμα): - Εξακολουθητικός Παροντικός: achando - Συντελεσμένος Παροντικός: tenho achado - Αόριστος: achei - Μέλλοντας: acharei - Αόριστος Απαρέμφατος: achar - Παρατατικός: achava - Αύξηση: acharei - Υποτακτική: ache

Παράδειγμα: 1. Eu acho que ele está certo. (Νομίζω ότι έχει δίκιο.) 2. Onde você acha os melhores restaurantes em Lisboa? (Πού βρίσκεις τα καλύτερα εστιατόρια στη Λισαβόνα;)

Ιδιωματικές Εκφράσεις:
Το "achar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Παρακάτω υπάρχουν μερικές από αυτές:

  1. Achar graça em: Να βρίσκω πλάκα σε κάτι
  2. Não acho graça em piadas de mau gosto. (Δεν βρίσκω πλάκα σε αστεία χωρίς γούστο.)

  3. Achar que: Να νομίζω, να πιστεύω

  4. Achava que ela viria, mas não apareceu. (Νόμιζα ότι θα έρθει, αλλά δεν εμφανίστηκε.)

  5. Achar por bem: Να θεωρώ σκόπιμο

  6. Achamos por bem cancelar o evento devido ao mau tempo. (Θεωρήσαμε σκόπιμο να ακυρώσουμε την εκδήλωση λόγω κακού καιρού.)

Ετυμολογία:
Το ρήμα "achar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ad captare" που σημαίνει "να κερδίζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα: Συνώνυμα: βρίσκω, εκτιμώ, νομίζω
Αντώνυμα: perder (χάνω), desencontrar (χάνω τον δρόμο), discordar (διαφωνώ)