Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /a.'foj.tu/
Σημασίες: Ο όρος "afoito" στα πορτογαλικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι τολμηρός, θαρραλέος ή ανεύθυνος. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δρα δίχως σκέψη ή που ρισκάρει χωρίς φόβο.
Η λέξη "afoito" συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό.
Φωτεινές: - Presente do Indicativo: afoito - Pretérito Perfeito do Indicativo: afoitou - Pretérito Imperfeito do Indicativo: afoitava - Pretérito Mais-que-perfeito do Indicativo: afoitara - Futuro do Indicativo: afoitará - Condicional: afoitaria - Presente do Subjuntivo: afoite - Pretérito Imperfeito do Subjuntivo: afoitasse - Futuro do Subjuntivo: afoitar
Παραδείγματα: 1. Ele é tão afoito que não pensa nas consequências. (Είναι τόσο τολμηρός που δεν σκέφτεται τις συνέπειες.) 2. A sua atitude afoita causou-lhe problemas. (Η ανεύθυνη συμπεριφορά του του προκάλεσε προβλήματα.)
Ιδιωματικές εκφράσεις: Η λέξη "afoito" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Μερικά παραδείγματα είναι: 1. "Dar um passo afoito" (κάνω ένα τολμηρό βήμα) - να πάρει κάποιος ένα ρίσκο 2. "Atitude afoita" (τολμηρή στάση) - ανεύθυνη συμπεριφορά 3. "Decisão afoita" (τολμηρή απόφαση) - απόφαση που προκαλεί αμφιβολίες ή κίνδυνο
Ετυμολογία: Η λέξη "afoito" προέρχεται από τα λατινικά "ad-foetus", που σημαίνει τολμηρός ή ακατάσχετος.
Συνώνυμα: - Temerário (Ανόητος) - Audaz (Τολμηρός) - Arrojado (Τολμηρός)
Αντώνυμα: - Prudente (Προσεκτικός) - Contido (Σύνεργος) - Previdente (Προνοητικός)