andar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

andar (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ύψιστο

Φωνητική απεικόνιση

/ɐ̃ˈdaɾ/

Σημασίες

Το ρήμα "andar" στα πορτογαλικά έχει τις εξής σημασίες: 1. Να περπατώ, να βαδίζω 2. Να ταξιδεύω με κάποιο μέσο μεταφοράς 3. Να κυκλοφορώ, να μετακινούμαι 4. Να ζω, να υπάρχω

Το ρήμα "andar" χρησιμοποιείται συχνά στα πορτογαλικά, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.

Χρήσεις

Στα πορτογαλικά, τα ρήματα χρησιμοποιούνται σε πολλά χρονικά επίπεδα και η κλίση τους εξαρτάται από την προσώπη, τον αριθμό και τον χρόνο. Έτσι, οι μορφές του ρήματος "andar" σε όλους τους χρόνους στα πορτογαλικά είναι: - Presente do Indicativo: eu ando, tu andas, ele/ela anda, nós andamos, vós andais, eles/elas andam - Pretérito Perfeito: eu andei, tu andaste, ele/ela andou, nós andámos, vós andastes, eles/elas andaram - Pretérito Imperfeito: eu andava, tu andavas, ele/ela andava, nós andávamos, vós andáveis, eles/elas andavam - Futuro do Presente: eu andarei, tu andarás, ele/ela andará, nós andaremos, vós andareis, eles/elas andarão

Η μεταφραστική ισοδύναμη στα ελληνικά είναι "περπατώ" ή "περπατάω".

Παραδείγματα

  1. Eu gosto de andar à beira-mar. (Μου αρέσει να περπατώ στο λιμάνι.)
  2. Eles andaram quilómetros para chegarem a tempo. (Προσπάθησαν για ώρες να φτάσουν εγκαίρως.)

Έκφρασεις

Το ρήμα "andar" συμμετέχει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν: 1. Andar com os azeites - Να είναι φουριόζος 2. Andar às voltas - Να περιφέρομαι 3. Andar na lua da alegria - Να βρίσκομαι σε εξαιρετική διάθεση

Αν και το "andar" είναι ένα πολύ βασικό ρήμα στα πορτογαλικά, συχνά συμμετέχει σε πολλές έκφρασεις που δίνουν έναν πιο προχωρημένο τρόπο χρήσης στη γλώσσα.

Ετυμολογία

Η λέξη "andar" προέρχεται από το λατινικό ρημα "ambulāre" που σημαίνει "να περπατώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Caminhar, percorrer, circular
Αντώνυμα: Ficar, parar, estagnar