aproveitar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aproveitar (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή: /ɐ.pɾu.vɐi.'taɾ/

Σημασίες: 1. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την διαδικασία της εκμετάλλευσης και αξιοποίησης κάτι για κάποια προσωπική ή οφελημένη ανάγκη. 2. Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει την ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί κάτι.

Χρήση και συχνότητα: Η λέξη "aproveitar" χρησιμοποιείται συχνά στην πορτογαλική γλώσσα, τόσο στο γραπτό όσο και στο προφορικό λόγο.

Χρήση με ρηματικές μορφές: - Ενεστώτας: aproveito - Παρατατικός: aproveitava - Συντελεσμένος μέλλοντας: aproveitarei - Υπερσυντέλικος: aproveitara - Αόριστος: aproveitei - Υποτακτική: aproveite - Προστακτική: aproveita

Παραδείγματα: 1. Eu gosto de aproveitar o tempo livre. (Μου αρέσει να εκμεταλλεύομαι τον ελεύθερο χρόνο μου.) 2. É importante aproveitar cada oportunidade que aparece. (Είναι σημαντικό να εκμεταλλεύεστε κάθε ευκαιρία που εμφανίζεται.)

Σταθερές εκφράσεις: Η λέξη "aproveitar" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων με τη λέξη "aproveitar" είναι τα εξής: 1. "Aproveitar a boleia" - Να επωφεληθείτε από τη βοήθεια κάποιου. 2. "Aproveitar a onda" - Να εκμεταλλευτείτε την τρέχουσα κατάσταση ή δυνατότητα. 3. "Aproveitar o ensejo" - Να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία.

Ετυμολογία: Η λέξη "aproveitar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "apprĕhendĕre", που σημαίνει "καταλαμβάνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα: Συνώνυμα: εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, επωφελούμαι Αντώνυμα: παραμελώ, αγνοώ, αδιαφορώ