arrancar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

arrancar (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το ρήμα "arrancar" στα πορτογαλικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό.

Φωνητική απόδοση

Η φωνητική απόδοση της λέξης "arrancar" στα πορτογαλικά με χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου (IPA) είναι ως εξής: /ɐˈʁɐ̃.kaɾ/.

Σημασίες & Χρήση

Το ρήμα "arrancar" σημαίνει "να αρπάζω", "να τραβάω", "να ξεριζώνω" και συχνά χρησιμοποιείται στα πορτογαλικά. Χρησιμοποιείται τόσο στο γραπτό όσο και στο προφορικό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.

Το ρήμα "arrancar" στα πορτογαλικά έχει τις ακόλουθες μορφές σε όλους τους χρόνους: - Presente do Indicativo: - eu arranco - tu arrancas - ele/ela arranca - nós arrancamos - vós arrancais - eles/elas arrancam - Pretérito Perfeito do Indicativo: - eu arranquei - tu arrancaste - ele/ela arrancou - nós arrancamos - vós arrancastes - eles/elas arrancaram - Futuro do Indicativo: - eu arrancarei - tu arrancarás - ele/ela arrancará - nós arrancaremos - vós arrancareis - eles/elas arrancarão

Μερικοί άλλοι τύποι χρήσης του "arrancar": - Gerúndio: arrancando

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "arrancar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. Arrancar a cabeça: Εκνευρίζομαι ή αγανακτώ πολύ. (Γίνομαι πολύ ευσεβής) 2. Arrancar suspiros: Να προκαλώ αναστεναγμούς, να κάνω τους άλλους να ενθουσιάζονται. 3. Arrancar sorrisos: Να προκαλώ χαμόγελα, να κάνω τους άλλους να χαίρονται.

Παραδείγματα: - Καταφέραμε να αρπάξουμε τη νίκη στο παιχνίδι. (Καταφέραμε να πάρουμε τη νίκη στο παιχνίδι) - Θα πρέπει να μάθεις πώς να τραβάς προς τα κάτω για να ανοίξει αυτό το πράγμα. (Θα πρέπει να μάθεις πώς να τραβάς προς τα κάτω για να ανοίξει αυτό το πράγμα) - Το νέο τραγούδι τους αφορά τον αγώνα για την ελευθερία. (Το νέο τραγούδι τους αφορά τον αγώνα για την ελευθερία)

Ετυμολογία

Η λέξη "arrancar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "aranicāre".

Συνώνυμα & Αντώνυμα

Συνώνυμα: αρπάζω, τραβάω, ξεριζώνω\ Αντώνυμα: μεταφερθείς, εγκατέλειψη, αφαίρεση