Ρήμα
/ɐrɐˈʒaɾ/
Το ρήμα "arranjar" στα Πορτογαλικά έχει τις εξής σημασίες: 1. Οργώνω/Διορθώνω: Επιδιορθώνω, επιδιορθώνω κάτι, κατάλληλο για κάποιο σκοπό. 2. Οργανώνω/Παρασκευάζω: Οργανώνω, ετοιμάζω κάτι, γενικά για ένα σκοπό ή μια χρήση. 3. Βρίσκω/Συναντώ: Βρίσκω και φέρνω σε επαφή με κάποιον ή με κάτι. 4. Δημιουργώ Σχέση: Βρίσκω ερωτική σχέση, βρίσκω συντροφιά.
Πρόκειται για ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο στα Πορτογαλικά.
Συχνότητα: Υψηλή
Ομιλούμενος ή Γραπτός Λόγος: Και οι δύο
Οι τύποι του ρήματος "arranjar" στους διάφορους χρόνους είναι:
- Presente do Indicativo: arranjo, arranjas, arranja, arranjamos, arranjais, arranjam
- Pretérito Perfeito: arranjei, arranjaste, arranjou, arranjamos, arranjastes, arranjaram
- Futuro do Presente: arranjarei, arranjarás, arranjará, arranjaremos, arranjareis, arranjarão
Για το ρήμα "arranjar" το γερούνδιο είναι "arranjando".
Το ρήμα "arranjar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Arranjar confusão: Να δημιουργήσει κάποιος μπελάδες ή σύγχυση.
Μην παίρνεις οτιδήποτε πετά γύρω του, δε θέλεις να αρχίσεις να αρχίσεις να αρχίσεις την confusão.
Arranjar tempo: Να βρει κάποιος χρόνο για κάτι.
Προσπαθώ να arranjar χρόνο για την οικογένειά μου.
Arranjar emprego: Να βρει κάποιος δουλειά.
Η Μαρία arranjou finalmente εργασία στην πόλη.
Arranjar sarna para se coçar: Να βρει κάποιος επιπλέον προβλήματα.
Όταν εκείνος το λέει ότι αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο που μπορούσε να κάνει εκείνην την ώρα, απλά se arranjou sarna para se coçar.
Arranjar brigas: Να τσακωθεί κάποιος, να έχει διαφωνίες.
Sempre que se encontra com o João, arranja brigas.
Arranjar modo: Να βρει κάποιος λύση.
Precisamos arranjar modo de resolver este problema.
Arranjar que fazer: Να βρει κάποιος δουλειά ή υποχρέωση.
Não arranjo nada que fazer neste fim-de-semana.
Το ρήμα "arranjar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "adregulare", που σημαίνει "να επιδιορθώνω".
Συνώνυμα: διορθώνω, οργανώνω, παρασκευάζω
Αντώνυμα: ακατορθώτω, χαλάω, αφήνω σε αμηχανία