Ουσιαστικό
/bu.ˈka.ðu/
Το "bocado" αναφέρεται σε ένα μικρό κομμάτι ή μια μικρή ποσότητα κάτι· μπορεί να αναφέρεται σε μια μικρή μοιρίδα τροφής ή άλλου αντικειμένου.
Το "bocado" χρησιμοποιείται συχνά στην πορτογαλική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Το "bocado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Το "bocado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "buccatūm", η οποία σημαίνει "κομμάτι".
Συνώνυμα: κομμάτι, τεμάχιο, κομματάκι
Αντώνυμα: ποσότητα, μερίδα, σύνολο