devolver - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

devolver (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/devol'ver/

Σημασίες

Το ρήμα "devolver" στα Πορτογαλικά σημαίνει "επιστρέφω" ή "επαναφέρω". Χρησιμοποιείται τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.

Χρήση

Συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή συζήτηση αλλά και σε γραπτά κείμενα.

Χρόνοι ρημάτος

Οι μορφές του ρήματος "devolver" στους διάφορους χρόνους είναι: - Presente do Indicativo: devolvo, devolves, devolve, devolvemos, devolveis, devolvem - Pretérito Perfeito do Indicativo: devolvi, devolveste, devolveu, devolvemos, devolvestes, devolveram - Pretérito Imperfeito do Indicativo: devolvia, devolvias, devolvia, devolvíamos, devolvíeis, devolviam - Pretérito Mais-que-perfeito do Indicativo: devolvera, devol veras, devolvera, devolvêramos, devol véreis, devolveram - Futuro do Presente do Indicativo: devolverei, devolverás, devolverá, devolveremos, devolvereis, devolverão - Futuro do Pretérito do Indicativo: devolveria, devolverias, devolveria, devolveríamos, devolveríeis, devolveriam - Presente do Subjuntivo: devolva, devolvas, devolva, devolvamos, devolvais, devolvam - Pretérito Imperfeito do Subjuntivo: devolvesse, devolvesses, devolvesse, devolvêssemos, devolvêsseis, devolvessem - Futuro do Subjuntivo: devolver, devolveres, devolver, devolvermos, devolverdes, devolverem

Μεταφράσεις στα Ελληνικά

επιστρέφω

Παραδείγματα

  1. Vou devolver o livro à biblioteca amanhã. (Θα επιστρέψω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη αύριο).
  2. Preciso devolver o que peguei emprestado. (Χρειάζεται να επιστρέψω αυτό που δάνεισα).

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "devolver" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. "Devolver com juros": Να ανταποδίδω κάτι με έμφαση ή επιπλέον.
  2. Ex: Ele me emprestou dinheiro e eu devolvi com juros. (Μου δάνεισε χρήματα και τα επέστρεψα με έμφαση).

  3. "Devolver o troco": Να επιστρέφω την αλλαγή.

  4. Ex: A vendedora me deu a mais, tive que devolver o troco. (Η πωλήτρια μου έδωσε περισσότερα χρήματα, έπρεπε να επιστρέψω την αλλαγή).

  5. "Devolver a palavra": Να αποσυρθώ από κάτι που είχα πει.

  6. Ex: Ele não quis devolver a palavra mesmo quando percebeu que estava errado. (Δεν ήθελε να αποσυρθεί από αυτό που είχε πει ακόμη και όταν συνειδητοποίησε ότι κάνει λάθος).

  7. "Devolva-me a paz": Ζητώντας να επαναφερθεί η ηρεμία.

  8. Ex: Depois de toda a discussão, só queria que me devolvessem a paz. (Μετά από όλη τη συζήτηση, απλά ήθελα να μου επαναφέρουν την ειρήνη).

Ετυμολογία

Η λέξη "devolver" προέρχεται από τα Λατινικά "devolvere".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα