Ρήμα
/devol'ver/
Το ρήμα "devolver" στα Πορτογαλικά σημαίνει "επιστρέφω" ή "επαναφέρω". Χρησιμοποιείται τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
Συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή συζήτηση αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Οι μορφές του ρήματος "devolver" στους διάφορους χρόνους είναι: - Presente do Indicativo: devolvo, devolves, devolve, devolvemos, devolveis, devolvem - Pretérito Perfeito do Indicativo: devolvi, devolveste, devolveu, devolvemos, devolvestes, devolveram - Pretérito Imperfeito do Indicativo: devolvia, devolvias, devolvia, devolvíamos, devolvíeis, devolviam - Pretérito Mais-que-perfeito do Indicativo: devolvera, devol veras, devolvera, devolvêramos, devol véreis, devolveram - Futuro do Presente do Indicativo: devolverei, devolverás, devolverá, devolveremos, devolvereis, devolverão - Futuro do Pretérito do Indicativo: devolveria, devolverias, devolveria, devolveríamos, devolveríeis, devolveriam - Presente do Subjuntivo: devolva, devolvas, devolva, devolvamos, devolvais, devolvam - Pretérito Imperfeito do Subjuntivo: devolvesse, devolvesses, devolvesse, devolvêssemos, devolvêsseis, devolvessem - Futuro do Subjuntivo: devolver, devolveres, devolver, devolvermos, devolverdes, devolverem
επιστρέφω
Το ρήμα "devolver" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Ex: Ele me emprestou dinheiro e eu devolvi com juros. (Μου δάνεισε χρήματα και τα επέστρεψα με έμφαση).
"Devolver o troco": Να επιστρέφω την αλλαγή.
Ex: A vendedora me deu a mais, tive que devolver o troco. (Η πωλήτρια μου έδωσε περισσότερα χρήματα, έπρεπε να επιστρέψω την αλλαγή).
"Devolver a palavra": Να αποσυρθώ από κάτι που είχα πει.
Ex: Ele não quis devolver a palavra mesmo quando percebeu que estava errado. (Δεν ήθελε να αποσυρθεί από αυτό που είχε πει ακόμη και όταν συνειδητοποίησε ότι κάνει λάθος).
"Devolva-me a paz": Ζητώντας να επαναφερθεί η ηρεμία.
Η λέξη "devolver" προέρχεται από τα Λατινικά "devolvere".