encontrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encontrar (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: [ẽkõtɾaɾ]

Σημασίες: 1. Βρίσκω, εντοπίζω κάτι που έχει χαθεί, που είναι αγνοούμενο ή απουσιάζει. 2. Συναντώ, βρίσκομαι με κάποιον σε συγκεκριμένο χώρο. 3. Ανακαλύπτω κάτι νέο, αφού το αναζήτησα.

Το ρήμα "encontrar" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα στα πορτογαλικά. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο ρήμα που χρησιμοποιείται σε καθημερινές συναντήσεις και γραπτές επικοινωνίες.

Χρήση σε χρόνους: - Ενεστώτας: encontrar - Αόριστος: encontrei - Παρακείμενος: tenho encontrado - Απαρέμφατο: encontrar

Παραδείγματα: 1. Eu espero encontrar o meu livro perdido. (Ελπίζω να βρω το χαμένο μου βιβλίο.) 2. Encontrei a Ana no supermercado. (Συνάντησα την Άννα στο σούπερ μάρκετ.)

Ιδιωματισμοί

Το ρήμα "encontrar" απαντά σε πολλούς ιδιωματισμούς στα πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. Encontrar as caras-metades: Να βρουμε το άλλο μισό μας. (Να βρούμε τον άνθρωπο που ταιριάζει σε εμάς.)
  2. Encontrar-se em águas mornas: Να βρεθούμε σε ονειρικές καταστάσεις. (Να βρεθούμε σε μια πολύ ευχάριστη κατάσταση.)

Παραδείγματα με ιδιωματισμούς: 1. Decidiu deixar tudo para trás e encontrar as caras-metades. (Αποφάσισε να αφήσει πίσω του τα πάντα και να βρει το άλλο του μισό.) 2. Depois do sucesso do projeto, encontraram-se em águas mornas. (Μετά την επιτυχία του έργου, βρέθηκαν σε ονειρικές καταστάσεις.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "encontrar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "incontrare", που σημαίνει "να συναντώ, να βρίσκω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: descobrir, achar, deparar-se
Αντώνυμα: perder, desaparecer, afastar-se