Το fora στα πορτογαλικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα, επίθετο, επίρρημα ή ουσιαστικό.
Οι κύριες σημασίες της λέξης fora: 1. Έξω, μακριά από κάποιον/κάτι. 2. Εκτός, εκτός λειτουργίας. 3. Σαφώς, απερίφραστα.
Η λέξη fora είναι συνήθως χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, σε καθημερινές συνομιλίες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης γραπτώς, κυρίως σε απλές γραπτές εκφράσεις.
Οι χρόνοι του ρήματος fora στα πορτογαλικά είναι: - Presente: eu saio, tu sais, ele sai, nós saímos, vós saís, eles saem - Pretérito Perfeito: eu saí, tu saíste, ele saiu, nós saímos, vós saístes, eles saíram - Futuro do Presente: eu sairei, tu sairás, ele sairá, nós sairemos, vós saireis, eles sairão
Η λέξη fora είναι μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων στα πορτογαλικά. Ρίξτε μια ματιά σε μερικά παραδείγματα: 1. Ficar de fora (Μείνει εκτός): Ο Δημήτρης έμεινε de fora da discussão. 2. Jogar para fora (Ρίχνω έξω): A Maria jogou as roupas velhas para fora.
Η λέξη fora στα πορτογαλικά προέρχεται από τα λατινικά "foris" που σημαίνει "έξω".
Συνώνυμα: exterior, afastado, alheio
Αντώνυμα: dentro, dentro de, internamente