ir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ir (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική αναπαράσταση

/ir/ (Ιντερνασιονάλ Φονετικό Αλφάβητο)

Σημασίες

Το ρήμα "ir" στα πορτογαλικά σημαίνει "πηγαίνω". Χρησιμοποιείται ευρέως σε προφορική και γραπτή γλώσσα.

Σχόλια

Το ρήμα "ir" στα πορτογαλικά χρησιμοποιείται σε όλους τους απαραίτητους χρόνους (παρελθόν, ενεστώτας, μέλλον) και με όλες τις θέσεις (απλή, διαρκής, παθητική, παθητική διαρκούς). Παραδείγματα όλων των μορφών των ρημάτων μπορούν να δοθούν αν υπάρχει αναγκαιότητα.

Παραδείγματα

  1. Vou ao supermercado. (Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ.)
  2. Eles foram à praia no fim de semana passado. (Πήγαν στην παραλία το προηγούμενο Σαββατοκύριακο.)

Συνηθισμένες εκφράσεις

Το ρήμα "ir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. Ir de mal a pior
  2. Έλεγχος: As coisas foram de mal a pior.
  3. Ελληνικά: Πήγαν από το κακό στο χειρότερο.

  4. Ir de vento em popa

  5. Έλεγχος: Desde que começaram o projeto, eles vão de vento em popa.
  6. Ελληνικά: Από τη στιγμή που ξεκίνησαν το έργο, πάνε πολύ καλά.

  7. Ir à luta

  8. Έλεγχος: Mesmo enfrentando dificuldades, ela sempre vai à luta.
  9. Ελληνικά: Ακόμη κι όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες, πάει στη μάχη.

  10. Ir à forra

  11. Έλεγχος: Com a vitória, ele finalmente foi à forra.
  12. Ελληνικά: Με τη νίκη, επιτέλους εκδικήθηκε.

  13. Ir a nado

  14. Έλεγχος: Decidiram ir a nado até à outra margem do rio.
  15. Ελληνικά: Αποφάσισαν να κολυμπήσουν μέχρι την άλλη όχθη του ποταμού.

Ετυμολογία

Το ρήμα "ir" προέρχεται από τα λατινικά "ire".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Mover-se, deslocar-se, locomover-se.
Αντώνυμα: Ficar, permanecer, parar.