Η λέξη "levantar-se" είναι ρήμα στα Πορτογαλικά.
levantar-se: [lɨvɐ̃ˈtaɾ sɨ]
Η φράση "levantar-se" σημαίνει "ξυπνάω" ή "σηκώνομαι". Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καθημερινές συνομιλίες. Χρησιμοποιείται και στη γραπτή γλώσσα, κυρίως σε πεζογραφία και φιλολογικά κείμενα.
Οι χρόνοι του ρήματος "levantar-se" στα Πορτογαλικά είναι: - Presente: levanto-me - Pretérito Perfeito: levantei-me - Futuro: levantar-me-ei
Ο όρος γερουνδίου της φράσης "levantar-se" είναι "levantando-se".
Η φράση "levantar-se" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. levantar-se com o pé esquerdo (σημασία: ξεκινώ κάτι με κακή διάθεση) Παράδειγμα: Ele levantou-se com o pé esquerdo hoje de manhã. (Άρχισε τη μέρα του με κακή διάθεση σήμερα.)
levantar-se da mesa (σημασία: τελειώνω το φαγητό μου) Παράδειγμα: Posso levantar-me da mesa agora? (Μπορώ να σηκωθώ από το τραπέζι τώρα;)
levantar a mão (σημασία: εκφράζω ενδιαφέρον ή συμφωνία) Παράδειγμα: Antes de falar, levantem a mão se tiverem perguntas. (Πριν μιλήσω, σηκώστε το χέρι σας αν έχετε ερωτήσεις.)
Το ρήμα "levantar-se" προέρχεται από τη συνδυασμό των λέξεων levantar (να σηκώνω) και se (εαυτός). Έχει ρίζες στη ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: σηκώνομαι, εξαναγκάζομαι
Αντώνυμα: κάθομαι, ρίχνομαι