Ουσιαστικό
/lugar/
Το ρήμα "lugar" στα πορτογαλικά μπορεί να σημαίνει είτε τη θέση ή την τοποθεσία ενός αντικειμένου, είτε ένα χώρο ή περιβάλλον. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο και είναι ένα αρκετά συνηθισμένο και καθημερινό λεξιλόγιο.
Δεν πρόκειται για ρήμα, αλλά για ουσιαστικό, οπότε δεν υπάρχουν μορφές ρημάτων.
Το "lugar" δε συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ιδίως σε συνειδητές απόπειρες να περιγραφεί ένα συγκεκριμένο μέρος ή αίσθημα.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: 1. Estar em bom lugar (Να είμαι σε καλή θέση) 2. De lugar a dúvidas (Δημιουργώ αμφιβολίες) 3. Mudar de lugar (Αλλάζω μέρος) 4. Em último lugar (Στην τελευταία θέση) 5. Ter lugar certo (Να έχει συγκεκριμένη θέση)
Το λήμμα "lugar" προέρχεται από το λατινικό "locāre" που σημαίνει "να τοποθετήσει".
Συνώνυμα: Χώρος, θέση, τοποθεσία
Αντώνυμα: Κενό, μονόχωρο
Μη διστάσετε να ρωτήσετε για περαιτέρω διευκρινήσεις ή εξηγήσεις!