Ουσιαστικό
[mɐ̃ˈzɐ̃w]
Η λέξη "mansão" χρησιμοποιείται στα πορτογαλικά για να περιγράψει ένα μεγάλο και πολυτελές κατοικία ή ένα μεγάλο και πολυτελές αγροκτήμα. Συνήθως χρησιμοποιείται γραπτά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
Η λέξη "mansão" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. "Viver numa mansão" (ζωή σαν τον πρίγκιπα, πολυτέλεια) 2. "Ter uma mansão na serra" (να είσαι πολύ πλούσιος)
Η λέξη "mansão" προέρχεται από το λατινικό "mansio", που σήμαινε "χώρος ανάπαυσης" ή "κατοικία".
Συνώνυμα: έπαυλη, έπαυλις, κτήμα, κτηματικό συγκρότημα, παλάτι
Αντώνυμα: εργατοσκυλίκι, φτωχογκαρβίτσι, στέγη, κατοικιά