Μέρος του λόγου: Αντωνυμία
Φωνητική μεταγραφή στα Πορτογαλικά (Διεθνής Φωνητικός Αλφαβητικός): /mĩ/
Σημασίες: 1. Εγώ, εμένα (αναφορά στον ομιλητή)
Συχνότητα Χρήσης και Παρατηρήσεις για Χρήση: Η λέξη "mim" χρησιμοποιείται συχνά στην πορτογαλική γλώσσα, κυρίως σε προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον ομιλητή, αντί της λέξης "εγώ".
Ετυμολογία: Η λέξη "mim" προέρχεται από τα λατινικά "mihi", το οποίο σημαίνει "σε μένα", "μου".
Παραδείγματα: 1. Não posso acreditar em mim mesma. (Δεν μπορώ να πιστέψω στον εαυτό μου.) 2. Ela falava comigo. (Μιλούσε μαζί μου.)
Σταθερές εκφράσεις: Η λέξη "mim" χρησιμοποιείται σε πολλές σταθερές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Συνώνυμα & Αντώνυμα:
Συνώνυμα: Εγώ, εμένα
Αντώνυμα: εσύ, εσένα