mim - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mim (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λεκτική Πληροφορία

Μέρος του λόγου: Αντωνυμία
Φωνητική μεταγραφή στα Πορτογαλικά (Διεθνής Φωνητικός Αλφαβητικός): /mĩ/

Σημασίες: 1. Εγώ, εμένα (αναφορά στον ομιλητή)

Συχνότητα Χρήσης και Παρατηρήσεις για Χρήση: Η λέξη "mim" χρησιμοποιείται συχνά στην πορτογαλική γλώσσα, κυρίως σε προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον ομιλητή, αντί της λέξης "εγώ".

Ετυμολογία: Η λέξη "mim" προέρχεται από τα λατινικά "mihi", το οποίο σημαίνει "σε μένα", "μου".

Παραδείγματα: 1. Não posso acreditar em mim mesma. (Δεν μπορώ να πιστέψω στον εαυτό μου.) 2. Ela falava comigo. (Μιλούσε μαζί μου.)

Σταθερές εκφράσεις: Η λέξη "mim" χρησιμοποιείται σε πολλές σταθερές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Falar por mim: Να μιλά κάποιος εξ ονόματος του ίδιου.
  2. Deixa-te de mimimi: Σταμάτα να γκρινιάζεις ή να διαμαρτύρεσαι χωρίς λόγο.

Συνώνυμα & Αντώνυμα: Συνώνυμα: Εγώ, εμένα
Αντώνυμα: εσύ, εσένα