perceber - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perceber (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το ρήμα "perceber" στα πορτογαλικά.

Φωνητική απεικόνιση

/persɛ'βɛɾ/ (IPA)

Σημασίες και Χρήσεις

Το ρήμα "perceber" στα πορτογαλικά σημαίνει "καταλαβαίνω" ή "παρατηρώ". Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, με μεγάλη συχνότητα.

Χρήση σε Χρόνο και Καταστάσεις

Όλοι οι χρόνοι του ρήματος "perceber": - Παρατατικός: percebia - Παρακείμενος: percebi - Συντελεσμένος παρατατικός: tinha percebido - Αοριστος: percebeu - Μέλλον: perceberei

Γερουνδιακός τύπος: percebendo

Παραδείγματα

  1. Eu percebi a tua tristeza. (Καταλαβαίνω τη θλίψη σου.)
  2. Ela percebeu a mudança no ambiente. (Αντιλήφθηκε την αλλαγή στο περιβάλλον.)

Καινοτομικές Εκφράσεις

Το ρήμα "perceber" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Μερικά παραδείγματα είναι: 1. Perceber o óbvio (Αντιλαμβάνομαι το εμφανές) 2. Não perceber a indirecta (Να μην καταλαβαίνεις την ευθεία πληροφορία) 3. Estar atento e perceber a diferença (Να είστε προσεκτικοί και να καταλάβετε τη διαφορά)

Ετυμολογία

Το ρήμα "perceber" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "percipere", που σημαίνει "να αντλώ, να αντιλαμβάνομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: αντιλαμβάνομαι, νοιώθω
Αντώνυμα: αγνοώ, ξεχνάω