Το ρήμα "perceber" στα πορτογαλικά.
/persɛ'βɛɾ/ (IPA)
Το ρήμα "perceber" στα πορτογαλικά σημαίνει "καταλαβαίνω" ή "παρατηρώ". Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, με μεγάλη συχνότητα.
Όλοι οι χρόνοι του ρήματος "perceber": - Παρατατικός: percebia - Παρακείμενος: percebi - Συντελεσμένος παρατατικός: tinha percebido - Αοριστος: percebeu - Μέλλον: perceberei
Γερουνδιακός τύπος: percebendo
Το ρήμα "perceber" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Μερικά παραδείγματα είναι: 1. Perceber o óbvio (Αντιλαμβάνομαι το εμφανές) 2. Não perceber a indirecta (Να μην καταλαβαίνεις την ευθεία πληροφορία) 3. Estar atento e perceber a diferença (Να είστε προσεκτικοί και να καταλάβετε τη διαφορά)
Το ρήμα "perceber" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "percipere", που σημαίνει "να αντλώ, να αντιλαμβάνομαι".
Συνώνυμα: αντιλαμβάνομαι, νοιώθω
Αντώνυμα: αγνοώ, ξεχνάω