Ρήμα
/pɛr.'deɾ/
Το ρήμα "perder" στα πορτογαλικά σημαίνει "χάνω" ή "δεν βρίσκω πλέον κάτι". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο ρήμα στην πορτογαλική γλώσσα.
perdendo
Το ρήμα "perder" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. Perder a cabeça: Να χάσεις την ψυχραιμία σου. 2. Perder o fio à meada: Να χάσεις το νόημα της κατάστασης. 3. Perder o rumo: Να χάσεις τον δρόμο σου. 4. Perder o sono: Να μην κοιμάσαι. 5. Perder a hora: Να καθυστερήσεις.
Το ρήμα "perder" προέρχεται από τα λατινικά "perdere".
Συνώνυμα: - Extraviar - Desperdiçar - Privar
Αντίθετα: - Ganhar (κερδίζω)