perder - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perder (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/pɛr.'deɾ/

Σημασίες & Χρήσεις

Το ρήμα "perder" στα πορτογαλικά σημαίνει "χάνω" ή "δεν βρίσκω πλέον κάτι". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο ρήμα στην πορτογαλική γλώσσα.

Χρόνοι Ρημάτων

Γερούντο

perdendo

Παραδείγματα

  1. Ela não quer perder a oportunidade. (Δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία.)
  2. Vamos perder o comboio se não irmos agora. (Θα χάσουμε το τρένο αν δεν πάμε τώρα.)

Έκφρασεις

Το ρήμα "perder" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. Perder a cabeça: Να χάσεις την ψυχραιμία σου. 2. Perder o fio à meada: Να χάσεις το νόημα της κατάστασης. 3. Perder o rumo: Να χάσεις τον δρόμο σου. 4. Perder o sono: Να μην κοιμάσαι. 5. Perder a hora: Να καθυστερήσεις.

Ετυμολογία

Το ρήμα "perder" προέρχεται από τα λατινικά "perdere".

Συνώνυμα & Αντίθετα

Συνώνυμα: - Extraviar - Desperdiçar - Privar

Αντίθετα: - Ganhar (κερδίζω)