sair (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Part of speech
Μέρος του λόγου: Ρήμα
Phonetic transcription
Φωνητική μεταγραφή: /sɐˈiɾ/
Σημασίες και χρήση
Το ρήμα "sair" στα πορτογαλικά έχει τις εξής σημασίες:
1. Βγαίνω, εξέρχομαι
2. Φεύγω
3. Πηγαίνω έξω για ψυχαγωγία
Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο στα πορτογαλικά.
Όσον αφορά τους χρόνους του ρήματος "sair" στα πορτογαλικά, δίνονται παραδείγματα στη συνέχεια:
Ενεστώτας: saio
Παρατατικός: saía
Αόριστος: saí
Μέλλον: sairei
Συντελεσμένος: saído
Παραδείγματα
Ele vai sair agora. (Θα βγει τώρα.)
Eles saíram cedo da festa. (Έφυγαν νωρίς από το πάρτι.)
Ιδιωματικές εκφράσεις
Το ρήμα "sair" είναι σημαντικό μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων στα πορτογαλικά. Παρακάτω παρατίθενται 5 παραδείγματα με διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το ρήμα "sair":
Sair de fininho: Να φύγει σιωπηλά, απατημένος.
Μετάφραση: Να ξεφύγει σιωπηλά.
Sair do armário: Να βγει από τη ντουλάπα, να αποκαλυφθεί όσον αφορά τη σεξουαλική του ταυτότητα.
Μετάφραση: Να βγει από τη ντουλάπα.
Sair à francesa: Να ξεφύγει σαν Γάλλος, να φύγει χωρίς να πληγεί.
Μετάφραση: Να ξεφύγει σαν Γάλλος.
Sair do fundo do baú: Να βγει από το βυθό του μπαού, να επανέλθει από το παρελθόν.
Μετάφραση: Να ξεφύγει από το βυθό του μπαού.
Sair caro: Να κοστίσει ακριβά.
Μετάφραση: Να κοστίσει ακριβά.
Ετυμολογία
Το ρήμα "sair" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "salire", που σημαίνει "να ανέβω".