toalha - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

toalha (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μερος του λογου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/toˈaʎɐ/

Σημασίες

Η λέξη "toalha" στα πορτογαλικά μεταφράζεται ως "πετσέτα". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο σε καθημερινές καταστάσεις.

Παραδείγματα

  1. Eu esqueci a toalha em casa.
  2. Preciso de uma toalha limpa.

Συχνότητα και χρήση

Η λέξη "toalha" χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή επικοινωνία και είναι μέρος των συνηθισμένων λεξιλογικών απαιτήσεων.

Ιδιωματισμοί

Η λέξη "toalha" δεν σχετίζεται με κάποιο συγκεκριμένο ιδιωματισμό στην πορτογαλική γλώσσα.

Ετυμολογία

Η λέξη "toalha" προέρχεται από τη λατινική λέξη "towella", που σημαίνει "πετσέτα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Pano, guardanapo
Αντώνυμα: Seco, enxuto

Παραδείγματα Ιδιωματισμών

  1. Passar a toalha: Να παραδοθείς, να εγκαταλείψεις κάτι. (Δεν φέρνεις αποτελέσματα, περνάς την πετσέτα)
  2. Molhar a toalha: Να χάσεις την ελπίδα για κάτι. (Όταν κάτι αδύνατο γίνεται και πιάνεις την πετσέτα σου)

Παρακάτω παρατίθενται 5 πλήρη προτάσεις που περιλαμβάνουν ιδιωματισμούς με τη λέξη "toalha": 1. Depois de tanto tentar, ele acabou por passar a toalha. 2. Não molhes a toalha tão cedo, ainda há solução. 3. Ela sempre molha a toalha rápido demais, sem acreditar. 4. Decidi então passar a toalha e seguir por um caminho diferente. 5. Não vale a pena passares a toalha tão depressa, continua a lutar!

Καλή μέρα!