Ουσιαστικό
/toˈaʎɐ/
Η λέξη "toalha" στα πορτογαλικά μεταφράζεται ως "πετσέτα". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο σε καθημερινές καταστάσεις.
Η λέξη "toalha" χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή επικοινωνία και είναι μέρος των συνηθισμένων λεξιλογικών απαιτήσεων.
Η λέξη "toalha" δεν σχετίζεται με κάποιο συγκεκριμένο ιδιωματισμό στην πορτογαλική γλώσσα.
Η λέξη "toalha" προέρχεται από τη λατινική λέξη "towella", που σημαίνει "πετσέτα".
Συνώνυμα: Pano, guardanapo
Αντώνυμα: Seco, enxuto
Παρακάτω παρατίθενται 5 πλήρη προτάσεις που περιλαμβάνουν ιδιωματισμούς με τη λέξη "toalha": 1. Depois de tanto tentar, ele acabou por passar a toalha. 2. Não molhes a toalha tão cedo, ainda há solução. 3. Ela sempre molha a toalha rápido demais, sem acreditar. 4. Decidi então passar a toalha e seguir por um caminho diferente. 5. Não vale a pena passares a toalha tão depressa, continua a lutar!
Καλή μέρα!