Στην πορτογαλική γλώσσα, το "uivo" είναι ρήμα.
/u'i.vu/
Το ρήμα "uivo" σημαίνει "ουρλιάζω" στα ελληνικά. Χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει τον ήχο που κάνει ο λύκος ή άλλα ζώα που ουρλιάζουν. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό περιβάλλον παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Οι χρόνοι του ρήματος "uivo" στην πορτογαλική γλώσσα είναι: - Παρατατικός: - eu uivava - tu uivavas - ele/ela uivava - nós uivávamos - vós uiváveis - eles/elas uivavam - Ενεστώτας: - eu uivo - tu uivas - ele/ela uiva - nós uivamos - vós uivais - eles/elas uivam - Μέλλοντας: - eu uivarei - tu uivarás - ele/ela uivará - nós uivaremos - vós uivareis - eles/elas uivarão
Το ρήμα "uivo" συνήθως χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι τα εξής:
1. "Uivar para a lua": έχοντας μια αδικαιολόγητη αγανάκτηση
2. "Uivar de alegria": είστε τόσο ευτυχισμένοι που ουρλιάζετε
3. "Uivar de dor": οι ανθρώποι ουρλιάζουν από έντονο πόνο
Το ρήμα "uivo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ululāre", που σημαίνει "να αβυσσαλέγουν" ή "να ουρλιάζουν".
Συνώνυμα: ουρλιάζω, βογγώ
Αντώνυμα: σιωπώ, κλαίω