vela - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vela (πορτογαλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μερος του λογου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/'vɛ.lɐ/

Σημασίες

  1. Έλαιο ή οποιοδήποτε άλλο υλικό που αναπτύσσει φωτιά για φωτισμό.
  2. Αντικείμενο σε σχήμα κολώνας ή σχήμα κυλίνδρου που χρησιμεύει για να πάρει φωτιά και να φωτίσει.
  3. Κερί με μηκώνιο που χρησιμεύει ως φωτεινό εργαλείο.

Η λέξη "vela" χρησιμοποιείται συχνά στην πορτογαλική γλώσσα, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, καθώς αναφέρεται τόσο στο κερί που χρησιμοποιείται για φωτισμό, όσο και σε αντικείμενα σε σχήμα κολώνας ή κυλίνδρου.

Γλωσσική Πληροφορια

Η λέξη "vela" είναι ένα ουσιαστικό στα απόκλειστικά άυλη παραστάσεως (στην πορτογαλική γλώσσα).

Έγκυρες μορφές

Ανώνυμα και Αντιθέτων

Συνώνυμα: μαντήλι, κερί, λυχνάρι
Αντίθετα: σκοτάδι, σβηστήρ, σβήνω

Παραδείγματα

  1. Ela acendeu a vela para iluminar a sala. (Άναψε το κερί για να φωτίσει το δωμάτιο.)
  2. Não podemos sair de casa sem uma vela em caso de emergência. (Δεν μπορούμε να βγούμε έξω από το σπίτι χωρίς ένα κερί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.)

Ετυμολογία

Η λέξη «vela» προέρχεται από τη λατινική λέξη "candēla".

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vela" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. "Apagar a vela": να καταστρέψει κανείς τα σχέδιά τους. 2. "À luz de vela": με λύχνο. 3. "Soprar as velas": να σβήνει τις κεραίες του τούρτας.

Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων

  1. Ele decidiu apagar a vela e seguir um caminho diferente. (Αποφάσισε να καταστρέψει τα σχέδιά του και να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι.)
  2. Precisamos de mais velas aqui, está muito escuro. (Χρειαζόμαστε περισσότερα κεριά εδώ, είναι πολύ σκοτεινό.)
  3. Ele soprou as velas ao som de "Parabéns a você". (Έσβησε τα κεράκια στον ήχο του "Χρόνια Πολλά σε Σας".)