Ρήμα
/vir/ fei
Το ρήμα "vir" στα πορτογαλικά σημαίνει "έρχομαι" ή "βγαίνω". Χρησιμοποιείται συχνά και είναι περισσότερο διαδεδομένο στην προφορική γλώσσα παρά στο γραπτό κείμενο.
Παραδείγματα φράσεων με τη λέξη "vir": 1. Eu vou vir mais tarde. (Θα έρθω αργότερα.) 2. Ela acabou de vir do supermercado. (Μόλις επέστρεψε από το σούπερ μάρκετ.)
Το ρήμα "vir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα πορτογαλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. Virar o disco: Αλλάζω θέμα συζήτησης. 2. Vir com novidades: Έρχομαι με κάποια νέα. 3. Virar a página: Ξεχνώ ένα παλιό θέμα και συνεχίζω μπροστά. 4. Vir de mãos vazias: Έρχομαι χωρίς τίποτα. 5. Vir à baila: Νωρίτερα αναφέρθηκε στην κουβέντα.
Η λέξη "vir" προέρχεται από τα λατινικά "venire".
Συνώνυμα: chegar, aparecer, comparecer
Αντώνυμα: ir, afastar-se, partir