Ουσιαστικό
исполнитель: [ɪsˈpɔlnʲɪtʲɪlʲ]
Ο όρος "исполнитель" στα ρωσικά μεταφράζεται ως "εκτελεστής" ή "ερμηνευτής" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εκτελεί ένα έργο ή μια εργασία. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό παρά σε προφορικό λόγο.
Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται στη ρωσική γλώσσα σε έντονους συνδυασμούς όπως "исполнительный директор" (εκτελεστικός διευθυντής) ή "исполнительная власть" (εκτελεστική εξουσία).
Κλίση: - исполню (μέλλοντας χρόνος) - исполняю (ενεστώτας απλός) - исполнил (παρελθόν απλός)
Μετοχή: - исполняя (γερούνδιο)
Ο όρος "исполнитель" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες σταθερές εκφράσεις, όπως: 1. исполнительная директива: εκτελεστική οδηγία 2. исполнительный лист: εκτελεστική εντολή 3. исполнительное производствο: εκτελεστική διαδικασία
Ο όρος "исполнитель" προέρχεται από τη ρωσική γλώσσα.