кумовство - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

кумовство (ρωσικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος Λόγου: ουσιαστικό

Φωνητική απεικόνιση στα Ρωσικά (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [кумовство]

Σημασίες/Χρήσεις: Το "кумовство" αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα σε δύο οικογένειες οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την εκκλησία, όπου οι γονείς μιας οικογένειας είναι κουμπάροι των γονέων της άλλης. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σχέση που είναι υπερβολικά στενή και πολλές φορές επιζήμια.

Στη ρωσική γλώσσα, το "кумовство" χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό λόγο, σε πιο απλές και καθημερινές καταστάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. "кумовство на крови" (кумовство на крови) - κουμπαράδικη σχέση 2. "кумовство на благо" (кумовство на благо) - εξυπηρέτηση των κουμπάρων 3. "берегите от кумовства" (берегите от кумовства) - προσέχετε από τις κουμπαριές 4. "кумовство роднее не бывает" (кумовство роднее не бывает) - η σχέση των κουμπάρων δεν γίνεται πιο στενή

Ετυμολογία: Το "кумовство" προέρχεται από τη ρωσική λέξη "кум", που σημαίνει "κουμπάρος".

Συνώνυμα: - κουμπαρικό - στενή σχέση ανάμεσα σε οικογένειες

Αντώνυμα: - αποστασιοποίηση - ανεξαρτησία

Παραδείγματα: 1. "Они оказались втянуты в кумовство без своей воли." (Βρέθηκαν εμπλεγμένοι σε κουμπαρική σχέση χωρίς τη θέλησή τους.) 2. "В селе все знают о кумовстве между семьями Ивановых и Сидоровых." (Στο χωριό όλοι ξέρουν για την κουμπαρική σχέση μεταξύ των οικογενειών Ιβάνοβ και Σιντόροβ.)