Ουσιαστικό
pa-u-che-ny-e
Το ρήμα "поучение" στα ρωσικά μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες: 1. Διδασκαλία, διδάγματα, διδαχές. 2. Συμβουλές, καθοδηγήσεις ή παρατηρήσεις που γίνονται σε κάποιον με σκοπό τη βελτίωση ή την εκπαίδευσή του.
Το "поучение" χρησιμοποιείται συχνά στη ρωσική γλώσσα, κυρίως σε γραπτό λόγο.
Σε ρωσικό ρήμα, παρέχονται οι εξής μορφές όταν είναι εφικτό: - Μέλλον απλό: поучу - Παρακείμενο: поучил - Συντελεσμένος παρακείμενος: поучив - Προσεχές χρόνος: буду поучать - Συντελεσμένος προσεχές: поучавши
Το "поучение" είναι μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων στα ρωσικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. Не давать поучений (Να μη δίνει διδάγματα): Όταν κάποιος δεν προσπαθεί να διδάξει κάτι. 2. Принимать поучения (Να ακολουθεί διδάγματα): Να ακούει και να ακολουθεί συμβουλές.
Η λέξη "поучение" προέρχεται από το ρωσικό ρήμα "поучать", που σημαίνει "να διδάσκω" ή "να εκπαιδεύω".
Συνώνυμα: διδαχή, διδασκαλία, διδαγμός
Αντώνυμα: άγνοια, αποστροφή, αμάθεια