Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό (ισχυριστική μορφή)
Φωνητική απεικόνιση: - Διεθνής Φωνητικός Αλφάβητος: /prɐˈrʲɛktər/ - Φωνητική απεικόνιση στα Ελληνικά: προρέκτορ
Σημασίες: Ο "προρεκτόρ" είναι ο ανώτατος υπεύθυνος της εκπαιδευτικής ενότητας ή του πανεπιστημίου. Στη Ρωσική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αυτή τη θέση στον τομέα της εκπαίδευσης.
Συχνά χρησιμοποιείται στη γραπτή γλώσσα και σπάνια στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα: 1. Он занимает должность проректора по научной работе. (Αναλαμβάνει τα καθήκοντα του προϊσταμένου της επιστημονικής εργασίας.) 2. На совете университета было принято решение сместить проректора. (Στη συνέλευση του πανεπιστημίου αποφασίστηκε η αντικατάσταση του προεδρείου.)
Συνηθισμένες φράσεις: "Проректор" δεν συμμετέχει σε συχνά χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις στη ρωσική γλώσσα.
Ετυμολογία: Τονισμένη μεσαία σύνθετη λέξη από τις ρωσικές λέξεις "про" (για) και "ректор" (ρέκτορας).
Συνώνυμα και Αντώνυμα: Συνώνυμα: δέυτερος ρέκτορας Αντώνυμα: πρύτανης
Επιπλέον παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις: 1. За названием "проректор" порою скрываются истинные ректоры. (Πίσω από τον τίτλο "προρεκτόρ" κρύβονται μερικές φορές οι πραγματικοί ρεκτόροι.) 2. Он стал проректором нашей семейной академии. (Έγινε επικεφαλής της οικογενειακής μας ακαδημίας.) 3. Ее карьера началась с должности проректора. (Η καριέρα της ξεκίνησε από τη θέση της προϊσταμένης.) 4. Об аресте проректора сообщили вчера. (Την προηγούμενη μέρα ανακοινώθηκε η σύλληψη του προϊσταμένου.) 5. Новый проректор привнес много нововведений в работу университета. (Ο νέος προϊστάμενος έφερε πολλές καινοτομίες στο έργο του πανεπιστημίου.)