Ρήμα
ʊnʲɪˈt͡ɕoʂɨtʲ
Το ρήμα "уничтожить" στα ρώσικα σημαίνει "να καταστρέψει", "να εξολοθρεύσει", "να εξαφανίσει". Χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινό σε επίσημες και τεχνικές συζητήσεις ή κείμενα.
Μορφές ρήματος για το "уничтожить": - Ενεστώτας: уничтожить - Παρατατικός: уничтожал(а,о,и) - Αόριστος: уничтожил(а,о,и) - Συντελεσμένος: уничтожив(ший,шая,шее) - Μέλλον: уничтожу - Συντελεσμένος μέλλοντας: уничтожу
Το ρήμα "уничтожить" είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα ρώσικα. Αυτές οι εκφράσεις συχνά χρησιμοποιούνται για να δώσουν έμφαση στην έκταση της καταστροφής ή της εξόντωσης.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: 1. уничтожить как Содом и Гоморру - να καταστρέψει κάτι πλήρως, να εξαφανίσει κάτι 2. уничтожить на корню - να καταπνίξει το πρόβλημα ή την κατάσταση από την αρχή 3. уничтожить свои следы - να εξαφανιστούν τα στοιχεία ή οι αποδείξεις ενός εγκλήματος 4. уничтожить в корне - να καταστραφεί κάτι καθώς είναι ακόμη στα πρώτα στάδια του 5. уничтожить до основания - να καταστρέψει κάτι πλήρως και με βάθος 6. уничтожить всех накануне - να εξοντώσει όλους αυτά που θεώρησε εχθρικά την προηγούμενη μέρα 7. уничтожить все до единой - να καταστρέψει τα πάντα, καθώς στόχος είναι να μην αφεθεί ούτε ίχνος 8. уничтожить на корню - να καταστραφεί κάτι από τη ρίζα
Το ρήμα "уничтожить" προέρχεται από τη σλαβική ρίζα "чт" που σημαίνει "να καταστρέψει" ή "να εξολοθρεύσει".
Συνώνυμα: убить (να σκοτώσει), уничтожать (να καταστρέφει), истребить (να εξοντώσει) Αντώνυμα: создать (να δημιουργήσει), спасать (να σώσει), сохранить (να διατηρήσει)