σόμπα - translation to English
Diclib.com
Online Dictionary

σόμπα - translation to English


σόμπα         
stove
stove      
n. στόφα, θερμάστρα, σόμπα, κουζίνα

Wikipedia

Σόμπα
Μια σόμπα είναι μία μεταλλική κατασκευή, όπου το καύσιμο καίγεται για να παρέχει θερμότητα, είτε για τη θέρμανση του χώρου στον οποίο βρίσκεται η σόμπα, ή για το μαγείρεμα του φαγητού. Μια ξυλόσομπα ή μια σόμπα άνθρακα χρησιμοποιείται συνήθως για τη θέρμανση μιας κατοικίας.