Diccionario en línea
Diclib.com
Diccionario en línea

Diccionario inglés-griego

A    B    C    D    E    F    G    H    I    J    K    L    M    N    O    P    Q    R    S    T    U    V    W    X    Y    Z    Ά    Έ    Ή    Ί    Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω    Ό    Ύ    Ώ   
Palabras que comienzan con "Ι": 635
ιδρύτρια
ιδρύω
ιδρύω πάλι
ιδρώνω
ιδρώνων
ιδρώς
ιδρώτας
ιδυοσυγκρασία
ιδών
ιεράρχης
ιεράρχηση
ιερέας
ιερέας του βούδα
ιερέας των κελτών
ιερέως
ιερακοτρόφος
ιεραποστολή
ιεραποστολικός
ιεραπόστολος
ιεραρχία
ιεραρχία επιχείρησης
ιεραρχικά
ιεραρχικός
ιεραρχικώς
ιερατεία
ιερατείο
ιερατική πανουργία
ιερατικός
ιερατικώς
ιερεία
ιερεμίας
ιερεύς
ιεροβοτάνη
ιερογλυφικός
ιεροκήρυκας
ιεροκήρυξ
ιεροκρατία
ιερομάρτυρας
ιεροπρέπεια
ιεροπρεπής
ιεροσπουδαστής
ιεροσυλία
ιεροτελεστής
ιεροτελεστία
ιεροτελεστική πλύση
ιερουργία
ιερουργώ
ιεροφυλάκιο
ιεροφυλάκιο καθολικής εκκλησίας
ιεροφύλακας
ιεροφύλαξ
ιερού οστού
ιερωσύνη
ιερό
ιερό οστό
ιερό σκεύος
ιερό σύμβολο της φυλής παρά τους ερυθρόδερμους
ιερόγλυφο
ιερός
ιερός τόπος
ιερόσυλος
ιερότης
ιερότητα
ιερώς
ιερώτατος
ιζηματογενής
ιησουίτης
ιθαγένεια
ιθαγενές
ιθαγενές ζώο ή φυτό