Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Dictionary Lookup
Custom Solutions
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
English-Greek dictionary
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Words starting with "
Α
"
: 7465
«
1
2
...
103
104
105
106
107
»
αφυσικότητα
αφωνία
αφωσιωμένος
αφωσιωμένος εις τα παγκόσμια αγαθά
αφωσιωμένος εις τας ιδικάς του υποθέσεις
αφωσιωμένος εις τις δικές του σκέψεις
αφωσιωμένος$1$
αφόρετος
αφόρητος
αφότου
αφύγρανση αέρα
αφύλακτος
αφύπνιση
αφύσικο
αφύσικος
αχάριστος
αχάτης λίθος
αχαΐρευτος
αχαλίνωτος
αχαμνά
αχανές
αχανής
αχανής άδενδρος πεδιάδα
αχανής$1$
αχαρακτήριστος
αχαριστία
αχαρτογράφητος
αχαϊκός
αχθοφορικά έξοδα
αχθοφόρος
αχθοφόρος σιδηροδρομικού σταθμού
αχιβάδα
αχινός
αχλάδι
αχνάρι
αχνίζω
αχνίζων
αχνίζων$1$
αχνός
αχρήματος
αχρήστευση
αχρείος
αχρείως
αχρειολογία
αχρειότης
αχρειότητα
αχρησιμοποίητος
αχρηστία
αχρηστεύω
αχρονολόγητη ομολογία
αχρονολόγητος
αχρωμάτιστος
αχρωματισμός
αχρωματισμός$1$
αχρωματοποιητικός
αχρωματοψία
αχρωματόψ
αχρωστικός
αχρώματος
αχτίδα
αχτίνα
αχυρένιος
αχυροβούρτσα
αχυροσκεπή
αχυρόλιμα
αχυρόστρωμα
αχόρταγα
αχόρταγος
αχύρινος
αχώνευτος
«
1
2
...
103
104
105
106
107
»
Dictionary Lookup
Custom Solutions
Contact Us
INTERFACE LANGUAGE
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي