Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Dictionary Lookup
Custom Solutions
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
English-Greek dictionary
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Words starting with "
Ω
"
: 145
«
1
2
3
»
Ωκεανία
Ωρίων
Ωρίωνας
ω
ω θεέ μου
ωάριο
ωαγωγός
ωβριέτα
ωδή
ωδίνες
ωδίνω
ωδείο
ωδικό
ωδικό πτηνό
ωθητικός
ωθούσα δύναμη
ωθώ
ωθώ ελαφρώς
ωθών
ωκεάνιος
ωκεανογράφος
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανός
ωλένη
ωλένης
ωλένιος
ωμ
ωμέγα
ωμική αντίσταση
ωμοπλάτη
ωμοπλάτης
ωμοφόριο
ωμός
ωμότης
ωμότητα
ωμώς
ωνούμαι
ωοειδές σώμα
ωοειδής
ωοθήκη
ωοθηκικός
ωοτοκώ
ωοτόκος
ωοτόκος όρνις
ωράριο
ωράριο λειτουργίας
ωράριο σιδηροδρόμων
ωρίμανση
ωρίμαση
ωραία
ωραία γυναίκα
ωραία μελωδία
ωραίο μέρος
ωραίο φύλο
ωραίος
ωραιολάτρης
ωραιοποιώ
ωραιότατος
ωραιότης
ωραιότητα
ωργισμένος
ωρεβουάρ
ωριαία βάση
ωριαία γωνία
ωριαία ταχύτητα
ωριαίο αμπέρ
ωριαίο βάττ
ωριαίος
ωριαίος μισθός
«
1
2
3
»
Dictionary Lookup
Custom Solutions
Contact Us
INTERFACE LANGUAGE
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي