Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Dictionary Lookup
Custom Solutions
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
English-Greek dictionary
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Words starting with "
Ω
"
: 145
«
1
2
3
»
ωρική γωνία Γκρήνουιτς
ωριμάζω
ωριμάζων
ωριμότερη σκέψη
ωριμότης
ωριμότητα
ωροδείκτης
ωρολογιακή βόμβα
ωρολογοποιία
ωρολογοποιός
ωρολόγιο
ωρολόγιο που σημειώνει τις ώρες εισόδου και εξόδου κάθε εργάτου
ωρολόγιο πρόγραμμα
ωρολόγιο της χειρός
ωρολόγιο φρούρησης
ωρομίσθιο
ωρομετρής
ωρομετρία
ωροσκόπιο
ωρύομαι
ως
ως άνωθεν
ως αρνί
ως εδώ
ως εκ τούτου
ως επί το πλείστον
ως νομίζεται
ως πρός το γένος
ως συνήθως
ως τότε
ως φάντασμα
ως$1$
ωσ
ωσαννά
ωσμίο
ωσμωτικός
ωστόσο
ωστόσο$1$
ωτίς
ωτίτιδα
ωτακουστής
ωτακουστώ
ωταλγία
ωτικός
ωτοειδής
ωτολογία
ωτολογικός
ωτολόγος
ωτορινολαρυγγολόγος
ωτοστόπ
ωτός
ωφέλεια
ωφέλιμο φορτίο
ωφέλιμος
ωφελίμως
ωφελιμίσμος
ωφελιμιστικός
ωφελιμότης
ωφελιμότητα
ωφελούμαι
ωφελούμενος
ωφελώ
ωφελών
ωχ
ωχραίνω
ωχριώ
ωχροειδής
ωχρούτσικος
ωχρός
ωχρότης
«
1
2
3
»
Dictionary Lookup
Custom Solutions
Contact Us
INTERFACE LANGUAGE
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي