Diclib.com
Dicionário ChatGPT
Pesquisa de dicionário
Soluções personalizadas
Português
Русский
English
Español
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
Dicionário inglês-grego
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Palavras que começam com "
Κ
"
: 5083
«
1
2
...
11
12
13
14
15
...
72
73
»
καθιστό ευπαθή
καθιστώ
καθιστώ άγονο
καθιστώ αβλαβή
καθιστώ αδιάθετων
καθιστώ ακατάλληλο
καθιστώ ανίκανο
καθιστώ αναίσθητο
καθιστώ αναγκαίο
καθιστώ αξιοσημείωτον
καθιστώ απρόθυμο
καθιστώ αρμόδιο
καθιστώ δημοφιλή
καθιστώ ευαίσθητο
καθιστώ ευπαθή
καθιστώ ικανό
καθιστώ κοινωνικόν
καθιστώ κοινό
καθιστώ λαϊκόν
καθιστώ μυστηριώδες
καθιστώ νοστιμώτερο
καθιστώ οξίνον
καθιστώ οξικόν
καθιστώ προσωπικόν
καθιστώ στιλπνό
καθιστώ φιλήδονον
καθιστώ φιλελεύθερον
καθιστώ χωλόν
καθιστών
καθιστών αρμόδιον
καθιστών ικανόν
καθοδηγητής
καθοδηγούμαι
καθοδηγούμενος πύραυλος
καθοδηγώ
καθολικά
καθολικά$1$
καθολική αναζήτηση
καθολική μνήμη
καθολική ψηφοφορία
καθολικισμός
καθολικό
καθολικό λογιστική
καθολικός
καθολικός μοναχός
καθολικότης
καθολικότητα
καθομιλουμένη
καθομιλουμένη$1$
καθομιλούμενος
καθορίζω
καθορίζω τα όρια
καθορίζω τιμές
καθορίζω τις γενικές γραμμές
καθορισμένος
καθορισμός
καθοριστικός
καθρέπτης
καθρέφτης
καθυποτάσσω
καθυπόταξη
καθυστέρημα
καθυστέρηση
καθυστέρηση πληρωμής
καθυστερήσας από την κακοκαιρίαν
καθυστερημένος
καθυστερημένος$1$
καθυστεριμένη κατανόησις
καθυστερούμενα
καθυστερούμενες πωλήσεις
«
1
2
...
11
12
13
14
15
...
72
73
»
Pesquisa de dicionário
Soluções personalizadas
Fale conosco
INTERFACE LANGUAGE
Português
Русский
English
Español
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي