Dicionário Online
Diclib.com
Dicionário Online

Dicionário inglês-grego

A    B    C    D    E    F    G    H    I    J    K    L    M    N    O    P    Q    R    S    T    U    V    W    X    Y    Z    Ά    Έ    Ή    Ί    Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω    Ό    Ύ    Ώ   
Palavras que começam com "Ω": 145
Ωκεανία
Ωρίων
Ωρίωνας
ω
ω θεέ μου
ωάριο
ωαγωγός
ωβριέτα
ωδή
ωδίνες
ωδίνω
ωδείο
ωδικό
ωδικό πτηνό
ωθητικός
ωθούσα δύναμη
ωθώ
ωθώ ελαφρώς
ωθών
ωκεάνιος
ωκεανογράφος
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανός
ωλένη
ωλένης
ωλένιος
ωμ
ωμέγα
ωμική αντίσταση
ωμοπλάτη
ωμοπλάτης
ωμοφόριο
ωμός
ωμότης
ωμότητα
ωμώς
ωνούμαι
ωοειδές σώμα
ωοειδής
ωοθήκη
ωοθηκικός
ωοτοκώ
ωοτόκος
ωοτόκος όρνις
ωράριο
ωράριο λειτουργίας
ωράριο σιδηροδρόμων
ωρίμανση
ωρίμαση
ωραία
ωραία γυναίκα
ωραία μελωδία
ωραίο μέρος
ωραίο φύλο
ωραίος
ωραιολάτρης
ωραιοποιώ
ωραιότατος
ωραιότης
ωραιότητα
ωργισμένος
ωρεβουάρ
ωριαία βάση
ωριαία γωνία
ωριαία ταχύτητα
ωριαίο αμπέρ
ωριαίο βάττ
ωριαίος
ωριαίος μισθός