Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Dictionary Lookup
Custom Solutions
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
English-Greek dictionary
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Words starting with "
Λ
"
: 1184
«
1
2
...
8
9
10
11
12
...
16
17
»
λεπτότητα πνεύματος
λεπτύνομαι
λεπτύνω
λεπτύνων
λεπτώς
λερωμένος
λερός
λερώνομαι
λερώνω
λερώνω με καπνιά
λερώνω με τον αντίχειρα
λερώνω χύνων
λεσβία
λεσβιακός
λευκά
λευκά αιμοσφαίρια
λευκάγκαθα
λευκάκανθα
λευκάκανθρα
λευκάνθεμο
λευκές σοκολάτες
λευκή άρκτος
λευκή ινώδης ουσία
λευκή μαλακή γούνα
λευκίσκος
λευκίτης
λευκαίνω
λευκαντής
λευκαντικό
λευκοκορέγονος
λευκοκύτταρο
λευκομύρμηξ
λευκοπλάστης
λευκοπυρακτωμένος
λευκοπυρώμενος
λευκοπύρωση
λευκοσίδηρος
λευκωματίνη
λευκωματόειδες
λευκωματόζη
λευκωματώδης
λευκό
λευκό άμφιο
λευκό κρασί
λευκό μητρώο
λευκό μόλυβδου
λευκό ράσο
λευκό ψωμί
λευκόιο
λευκός
λευκός άνθρακας
λευκός μύρμηξ
λευκός οίνος
λευκός πηλός από το οποίο κατασκευάζεται η πορσελάνη
λευκός ως χιόνι
λευκότης
λευκότητα
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκόχρυσος
λευτεριά
λευχαιμία
λεφτά
λεωπάρδαλη
λεωφορείο
λεωφορείο πολυτέλειας
λεωφόρος
λεωφόρος με διοδία
λεωφόρος με χλόην ή δένδρα εις τα άκρα της
λεύγα
«
1
2
...
8
9
10
11
12
...
16
17
»
Dictionary Lookup
Custom Solutions
Contact Us
INTERFACE LANGUAGE
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي