Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Dictionary Lookup
Custom Solutions
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي
English-Greek dictionary
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ά
Έ
Ή
Ί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ό
Ύ
Ώ
Words starting with "
Λ
"
: 1184
«
1
2
...
7
8
9
10
11
...
16
17
»
λεπιδόπτερος
λεπιοειδής
λεπρός
λεπρώδης
λεπτά
λεπτά μόρια
λεπτές σανίδες κολλημένες ή μια επί της άλλης
λεπτή ίνα
λεπτή απόπνοια
λεπτή βέργα ιτέας
λεπτή γραμμή
λεπτή διαφορά
λεπτή επιμήκης σανίς
λεπτή κρούστα
λεπτή μεμβράνη
λεπτή μπριζόλα
λεπτή ράβδος
λεπτή σανίδα
λεπτή σανίς
λεπτή φέτα χοιρινού
λεπτεπίλεπτος
λεπτοκαμωμένος
λεπτοκαρυά
λεπτοκαρύο
λεπτολογία
λεπτολογίες
λεπτολογώ
λεπτολόγος
λεπτολόγος$1$
λεπτολόγων υπέρ το δέον
λεπτομέρεια
λεπτομέρειες
λεπτομερής
λεπτομερής έκθεση
λεπτομερής έλεγχος
λεπτομερής εξέταση
λεπτομερής κατάσταση
λεπτομερής καταγραφή εκαστού είδους
λεπτομερής όρος
λεπτομερώς
λεπτοφυής
λεπτούργος
λεπτό
λεπτό έλασμα
λεπτό βαμβακερό ύφασμα
λεπτό μάλλινο ύφασμα
λεπτό νήμα
λεπτό ξίφος
λεπτό πριόνι
λεπτό πρόσμιγμα
λεπτό σύρμα
λεπτό τεμάχιο
λεπτό φύλλο κασσίτερου
λεπτό φύλλο μέταλλου
λεπτό φύλλο ξύλου
λεπτό φύλλο τενεκέ
λεπτό χαρτί
λεπτό χαρτόνι
λεπτό ύφασμα
λεπτό ύφασμα για παραπετάσματα
λεπτόδερμος
λεπτόκοκκος
λεπτός
λεπτός ελικοειδής βλαστός συγκρατών αναρριχγρικόν φυτόν
λεπτός ώς γάζα
λεπτότατος
λεπτότερος
λεπτότης
λεπτότης πνεύματος
λεπτότητα
«
1
2
...
7
8
9
10
11
...
16
17
»
Dictionary Lookup
Custom Solutions
Contact Us
INTERFACE LANGUAGE
English
Русский
Español
Português
Deutsch
Français
Ελληνικά
Nederlands
Italiano
عربي