Dictionnaire en ligne
Diclib.com
Dictionnaire en ligne

Dictionnaire anglais-grec

A    B    C    D    E    F    G    H    I    J    K    L    M    N    O    P    Q    R    S    T    U    V    W    X    Y    Z    Ά    Έ    Ή    Ί    Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω    Ό    Ύ    Ώ   
Mots commençant par "Ο": 1334
ομπρέλλα
ομπρέλλα ήλιου
ομπρέλλα για τον ήλιο
ομπρέλλα ηλίου
ομπρελοθήκη
ομφάλιος λωρός
ομφαλικός
ομφαλοφόρο πορτοκάλι
ομφαλός
ομόγλωσσος
ομόθρησκος
ομόθυμος
ομόκεντρος
ομόκλινος
ομόλογο
ομόλογος
ομόνοια
ομόρρυθμη εταιρεία
ομόρρυθμος εταίρος
ομόσπονδος
ομότιμος
ομόφυλος συγγενής
ομόφωνο
ομόφωνος
ομόφωνος$1$
ομώνυμο
ομώνυμος
ομώνυμος ρόλος
ονειδίζω
ονειδισμός
ονειδιστικός
ονειρεύομαι
ονειρεύτηκα ότι
ονειρικά
ονειροκρίτης
ονειροπαρμένος
ονειροπολήματα
ονειροπολώ
ονειροπόλημα
ονειροπόληση
ονειροπόλος
ονειροπόλος$1$
ονομάζω
ονομάζω κακώς
ονομασία
ονομασία γάλλου ιερέως
ονομαστί
ονομαστικά
ονομαστική αξία
ονομαστική γιορτή
ονομαστική μεταβίβαση
ονομαστική μετοχή
ονομαστική ομολογία
ονομαστική πτώση
ονομαστική τιμή αξιογράφων
ονομαστικό κεφαλαίο
ονομαστικός
ονομαστός
ονοματεπώνυμο
ονοματικός
ονοματολογία
ονοματολόγιο
ονοματοποιία
ονοματοποιημένος
οντολογία
οντολογικός
οντότητα
ονυχοκόμος
ονώριος
οξάλμη