Dictionnaire en ligne
Diclib.com
Dictionnaire en ligne

Dictionnaire anglais-grec

A    B    C    D    E    F    G    H    I    J    K    L    M    N    O    P    Q    R    S    T    U    V    W    X    Y    Z    Ά    Έ    Ή    Ί    Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω    Ό    Ύ    Ώ   
Mots commençant par "Ο": 1334
ομάδα τράπεζων για οικονομική ενίσχυση έθνους
ομάς
ομάς δέντρων
ομήλικος
ομίχλη
ομίχλη$1$
ομαδικά
ομαδική εργασία
ομαδική μεταφορά
ομαδικό πνεύμα
ομαδικό στοίχημα
ομαδικός
ομαδικός έπαινος
ομαλά
ομαλά$1$
ομαλή προσγείωση
ομαλής λειτουργίας
ομαλοποίηση
ομαλοποιώ
ομαλό ρήμα
ομαλός
ομαλός διαιρέτης
ομαλότης
ομαλότητα
ομαλύνω
ομαλύνων
ομελέτα
ομηρία
ομηρικός
ομιλήτρια
ομιλήτριες
ομιλία
ομιλητές
ομιλητής
ομιλητικός
ομιλητικότης
ομιλητικότητα
ομιλητώς
ομιλιτής
ομιλουμένη
ομιλούμενος
ομιλούντα παιχνίδια
ομιλούσα κινηματογραφική εικών
ομιλούσα ταινία
ομιλώ
ομιλώ έρρινα
ομιλώ αποτόμως
ομιλώ ελαφρώς
ομιλώ ερινώς
ομιλώ ερρινώς
ομιλώ εσφαλμενώς
ομιλώ με στόμφον
ομιλώ περιφραστικώς
ομιλώ σαν βραδύγλωσσος
ομιλώ συγκεκχυμενώς
ομιλώ ταχέως
ομιλώ ώς εγγαστρίμυθος
ομιλών
ομιλών ακατανοητώς
ομιλών ερρινώς
ομιλών$1$
ομιχλωδώς
ομιχλώδες
ομιχλώδης
ομοίωμα
ομοίωμα κεραίας
ομοίως
ομοαξονικός
ομοβροντία
ομογένεια